-
1 вытяжной
επ.της εξαγωγής, απορροφητικός•-ая труба σωλήνας εξαγωγής•
вытяжной пластырь διάχυλο, έμπλαστρο με χυλούς.
-
2 вытяжной
1. (служащий для вытяжки, вытягивания) της εξαγωγής 2. (полученный вытяжкой) хим. αποσταγμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытяжной
-
3 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
4 вентилятор
ο ανεμιστήραςο (εξαεριστήραςвытяжной - εξαγωγής (αέρα), ο εξαεριστήραςподъёмный - ав. ανωτικός -, ανυψωτικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вентилятор
-
5 калибр
το διαμέτρημα, η διάμετροςпредельный - οριακό -, τελικό -чистовой - καθαρό -, τελικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калибр